- πολυφάνταστος
- πολυ-φάνταστος, ον,A with many apparitions,
εἴδωλα Plu.2.167a
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εἴδωλα Plu.2.167a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολυφάνταστος — with many apparitions masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφάνταστος — η, ο / πολυφάνταστος, ον, ΝΑ αυτός που προκαλεί μεγάλη εντύπωση στη φαντασία, που καταπλήσσει τη φαντασία («σκότος ἐμπίπλαται πολυφαντάστων εἰδώλων χαλεπὰς μὲν ὄψεις οἰκτρὰς δὲ φωνὰς ἐπιφερόντων», Πλούτ.) νεοελλ. αυτός που διαθέτει μεγάλη… … Dictionary of Greek
πολυφάνταστον — πολυφάνταστος with many apparitions masc/fem acc sg πολυφάνταστος with many apparitions neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφαντάστων — πολυφάνταστος with many apparitions masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυφάνταστοι — πολυφάνταστος with many apparitions masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυ- — Α το, Ν άκλ. (βιοχ.) πολυριβονουκλεοτίδιο που αποτελείται εξ ολοκλήρου από αδενυλικά υπολείμματα. ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επιθ. πολύς και δηλώνει ότι το β συνθετικό γίνεται πολλές φορές,… … Dictionary of Greek